- λύπηση
- η (Μ λύπησις) [λυπώ]οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια («έτσι που κατάντησε είναι για λύπηση»)νεοελλ.1. μεγάλη λύπη, μεγάλη θλίψη2. φρ. α) «παίρνω λύπηση» — λυπάμαιβ) «έχω λύπηση σε κάποιον» — συμπονώ κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λύπηση — η οίκτος, ευσπλαχνία: Με τα κουρέλια που φορούσε ήταν για λύπηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυπήσῃ — λῡπήσῃ , λυπέω grieve aor subj mid 2nd sg λῡπήσῃ , λυπέω grieve aor subj act 3rd sg λῡπήσῃ , λυπέω grieve fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπησία — λυπησία, ἡ (Μ) οίκτος, ευσπλαχνία, λύπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λύπηση κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
καταλυπήσῃ — κατά ἀλυπέω to be free from pain aor subj mid 2nd sg κατά ἀλυπέω to be free from pain aor subj act 3rd sg κατά ἀλυπέω to be free from pain fut ind mid 2nd sg κατᾱλυπήσῃ , κατά ἀλυπέω to be free from pain futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
оскърбити — ОСКЪРБ|ИТИ (40), ЛЮ, ИТЬ гл. 1.Огорчить, опечалить: Чѧдо застѹпи въ стар‹о›сть оц҃ѧ своѥго. и не ѡскърби ѥго въ животѣ ѥго. (μὴ λυπήσῃς) Изб 1076, 156 об.; Аще кто вещь ми врѹчити дерз(н)еть. заповѣдав ми. никомѹже рещи. и инъ заклинаѥть мѧ рещи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανοιγοσφάλημα — κ. σφάλισμα το το ανοιγοκλείσιμο («σ’ έναν ανοιγοσφάλισμα των ομματίων αποσώνω και δίχως λύπηση καμμιά πάσ’ άνθρωπο σκοτώνω» Γ. Χορτάτζη, Ερωφίλη) … Dictionary of Greek
ευσπλαγχνία — και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και σπλαχνιά, η (ΑΜ εὐσπλαγχνία Μ και εὐσπλαχνία) [εύσπλαγχνος] ευγένεια και λεπτότητα συναισθημάτων για τις ταλαιπωρίες τών άλλων, διάθεση να συμπαρασταθεί κανείς και να βοηθήσει κάποιον που πάσχει, συμπόνια,… … Dictionary of Greek
λυπημός — ο [λυπώ] 1. οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια, λύπηση 2. ό,τι προκαλεί τον οίκτο … Dictionary of Greek
λυπησιάρης — α, ικο [λύπηση] αυτός που αισθάνεται οίκτο, πονόψυχος, φιλεύσπλαχνος … Dictionary of Greek
μάλλιος — (Μ μάλλιος και μάλλιο και μάλλιον) επίρρ. 1. μάλλον, περισσότερο 2. καλύτερα, σωστότερα 3. αντιθέτως («λύπηση το βασιλιό να χει κιαμιά δεν είδα, μάλλιος το θρόνον τ άφηκε, κ εκ τη χαράν τ επήδα», Ερωφ.) 4. επί πλέον, ακόμη και («τη συντροφιά σου… … Dictionary of Greek